συντακτήρ

συντακτήρ
-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που συντάσσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συντάσσω + επίθημα -τήρ (πρβλ. πληκ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συντακτήρ — one who arranges masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτῆρος — συντακτήρ one who arranges masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτήριος — ον, ΜΑ [συντακτήρ] το αρσ. ως ουσ. ὁ συντακτήριος (ενν. λόγος) αποχαιρετιστήριος λόγος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ συντακτήριον ο συντακτήριος λόγος αρχ. συντακτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”